o alexandrino
perdido nos becos dedáleos
de alexandria odorando a
tabaco e menta
a ranço e lilases languescentes
a gema de ovo apodrecendo com polvejos de canela
a esperma azul-grisáceo-amarelento
um homem de tez oliva
um gerôncio de olho irônico transbrilhante de saberes inusitados
prazeres perversos
e minuciosa (inútil) erudição bibliotecária
mira-me
um velho fitando outro
velho – pressinto
que naquela tavarna penúmbrea
onde se bebe anis e se honora o
absinto onde
algum talvez furtivo narguilê
borbulhe fumo agridoce
coado em úmido láudano – mulheres
gregas altilíneas de narizes retos e
cabelos negro-azeviche em corte à la
garçonne frisando rostos de alvíssima
cútis e / ou call-girls egípcias esfingéticas
professional beauties de olhos amendoados e tez cigana
afloaflando narinas quase-asas na
impecável cosmética dos rostos pupilas
vivazes como áspides sim:
pressinto – e sinto mais além
que garotos bronzeados e suave-
mente musculados adônis-ganimedes
feito o efebo marmóreo de adriano (caesar
romano imperador fileleno)
entram saem açulam-se quase-
-galgos esgalgues aprumando-se
na estação da caça
ele à sua
mesa escreve
(no fundo pen-
-umbroso) sobre um fino papel
creme percorrido de tênues
linhas d`água
escreve (parece) versos tardo-
-simbolistas (rótulo
didascálico que lhes conferem os aristarcos
de plantão) mas
tão gravidas de futuro (agora
sua atenção se desprega do escrito e o globo
ocular fosforesce como a-menina-dos-olhos
vermelho-sanguínea de um tigre
senil mas ainda faminto de carne
jovem) – e volta-se
de novo para o
papel continua a metrificar suas estanças
é paciente espera – mas tão
carregados de futuro que neles um
sempre moderníssimo tino se re-
-pristina minuto a minuto esbanjando
atemporânea pervivência:
se chama konstantinos kaváfis – ho
alexandrinos poietés k. p. kabáphis –
está velho e o mundo o provou
tanto quanto a odisseu
polýmetis (só que o seu périplo
descorre no mar interior de um cérebro
de inaferráveis sombras de
entediadas circum-volutas) –
acaba de escrever um poema onde
volta finalmente a ítaca
(na última página de seu
memorioso diário-de-intrabordo
aquela mesma sobre a qual ora se
debruça):
seguro de seu inalcançável
porto
– Haroldo de Campos.
Poemas de konstantinos kaváfis (edição bilíngue)
ÉDIPO
(excertos)
Escrito após ouvir a descrição de
Édipo e a Esfinge de Gustave Moreau
Sobre ele impende a Esfinge,
armada de unhas e dentes
e de todo o agrume da vida.
Édipo tombou ao seu primeiro bote;
[…]
esse porte e esse modo de falar,
sua fantasia nunca os figurara antes!
Embora o monstro no peito de Édipo
calcasse duas patas dianteiras,
ele se recobra e desteme-o:
guarda a chave do enigma e sabe da Vitória.
De alegria, porém, nenhum traço festivo,
nos olhos turvos de melancolia.
[…]
.
Ο ΟΙΔΊΠΟΥΣ
Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της
ζωγραφιάς «Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του
Γουστάβου Μορό.
Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη
με δόντια και με νύχια τεντωμένα
και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.
Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,
τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισί της —
τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία
δεν είχε φαντασθεί ποτέ έως τότε.
Μα μόλο που ακουμπά τα δυο του πόδια
το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,
συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου
τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει
την λύσιν έτοιμη και θα νικήσει.
Κι όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη.
Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο
την Σφίγγα δεν κοιτάζει, βλέπει πέρα
τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας,
και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώσει.
Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του
που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήσει πάλι
με δυσκολότερα και πιο μεγάλα
αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.
1896
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
OS CAVALOS DE AQUILES
Quando viram o herói, Pátroclo, morto
– tão moço e tão audaz, tão sem receio –
choraram os cavalos do Peleio
Aquiles. Rebelava-se a imortal
natura deles, vendo a obra mortal.
Cabeças agitadas, crinas bastas,
choravam, a bater no solo os cascos.
Pátroclo extinto (os dois sentiam), sem ânima,
carne cadaverosa, vã, inânime,
sem fôlego vital, inerme, inócua,
devolta finalmente ao Grande Vácuo.
Do pranto dos corcéis imortais, dói-se
Zeus, recordando as bodas de Peleu:
“Teria sido melhor – foi erro meu –
não ter-vos doado, míseros cavalos!
Que faríeis nos tristíssimos convales
da terra, entre os mortais à Moira e à sorte
dados, vós que a velhice poupa, e a morte,
a sofrer fátua pena? Os aranzéis
da humana dor vos prendem.” Os corcéis
porém, de nobilíssima natura,
choram a morte eterna e a desventura.
.
ΤΑ ΆΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΈΩΣ
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως•
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο – αφανισμένο –
μιά σάρκα τώρα ποταπή – το πνεύμα του χαμένο –
ανυπεράσπιστο – χωρίς πνοή –
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω:
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». – Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.
1897
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
À ESPERA DOS BÁRBAROS
– Que esperamos reunidos na ágora?
É que hoje os bárbaros chegam.
– Por que tanta abulia no Senado?
Por que assentam os Senadores? Por que não ditam normas?
Porque os bárbaros chegam hoje.
Que normas vão editar os Senadores?
Quando chegarem, os bárbaros ditarão as normas.
– Por que o Autocrátor levantou-se tão cedo
e está sentado frente à Porta Nobre da cidade
posto em seu trono, portanto insígnias e coroa?
Porque os bárbaros chegam hoje.
E o Autocrátor espera receber
o seu chefe. Mais do que isto, predispôs
para ele o dom de um pergaminho. Ali
fez inscrever profusos títulos e nomes sonoros.
– Por que nossos dois cônsules e os pretores saíram
esta manhã com togas rubras, com finos bordados de agulha?
Por que essas braçadeiras que portam, pesadas de ametistas,
e os anéis dactílicos lampejando reflexos de esmeralda?
Por que ostentam hoje os cetros preciosos,
esplêndido lavor de cinzel, amálgama de ouro e prata?
Porque os bárbaros chegam hoje,
e toda essa parafernália deslumbra os bárbaros.
– Por que nossos bravos tributos não acodem
como sempre, a blasonar seu verbo, a perorar seus temas?
Porque os bárbaros chegam hoje,
e eles desprezam a oratória e a logorreia.
– Por que de repente essa angústia,
esse atropelo? (Todos os rostos de súbito sérios!)
Por que rápidas se esvaziam ruas e praças
e os antes reunidos retornam atônitos às casas?
Porque a noite chegou e os bárbaros não vieram.
E pessoas recém-vindas da zona fronteiriça
murmuram que não há mais bárbaros.
E nós, como vimos passar sem os bárbaros?
Essa gente não rimava conosco, mas já era uma solução.
.
ΠΕΡΙΜΈΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΆΡΟΥΣ
– Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
– Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
– Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
– Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες•
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια•
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα•
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
– Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα•
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
– Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
1904
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
DEMÉTRIO, BASILEU
Não como rei, mas como ator, trocou
a clâmide fosca por aquela trágica,
e, sorrateiramente, retirou-se.
[Plutarco, Vida de Demétrio]
Quando foi relegado pelos Macedônios,
que a Pirro, claramente, davam preferencia,
o Basileu Demétrio (era um homem de espírito
grande) não procedeu à maneira de um rei
(é o que dizem). Tratou de se livrar dos áureos
trajes de gala e dos calçados, pura púrpura.
Apressado, vestiu-se de panos humildes
e fugiu. Como ator que ao terminar o drama.
troca de roupa às pressas e se vai logo do teatro.
.
Ο ΒΑΣΙΛΕΎΣ ΔΗΜΉΤΡΙΟΣ
Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής,
μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί
της τραγικής εκείνης, και διαλαθών
υπεχώρησεν.
[Πλουταρχοσ, Βιοσ Δημητριου]
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου – έτσι είπαν –
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
1906
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
O CORTEJO DE DIONISO
Dâmon, o artífice (não há outro tão apto
lá no Peloponeso), em mármore de Paros
esculpe o cortejo de Dioniso. O deus, glorioso,
excelso, vai adiante, no andar vigoroso.
O Frenesi atrás dele. e a Ebriez a seu lado,
vertendo vinho aos sátiros, de um grande vaso,
uma ânfora estefânia, que de hera se enguirlanda.
Junto deles está, enlanguescendo em branda
moleza, Vinho-mel, as meninas dos olhos
quase ocultas, a meio, como num sonho hipnótico.
E Molpos-Melodia e Harmonia-Hedimélia
a seguir vão cantando, e Kómos, a Comédia,
hílare, jamais deixa extinguir-se essa tocha
que porta na mão, ao caminhar, lampadófora.
Depois vem Teletê – sério Mistério. O artífice
Dâmon fez essas coisas belas. Não resiste,
porém, uma e outra vez, que o veloz pensamento
lhe derive, com ânsia, para o pagamento
que lhe há de dar o rei, senhor de Siracusa:
três talentos, bom prêmio, pela obra conclusa.
Dâmon o meterá em meio a seu tesouro
e viverá na cômoda opulência do ouro.
Até fazer política ele pode agora
– que bom! – e afinal há de ter voz e vez na ágora.
.
Η ΣΥΝΟΔΕΊΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΎΣΟΥ
Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.
Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Aκράτου
η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί
από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.
Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός,
τα μάτια του μισοκλειστά, υπνωτικός.
Και παρακάτω έρχοντ’ οι τραγουδισταί
Μόλπος κ’ Ηδυμελής, κι ο Κώμος που ποτέ
να σβύσει δεν αφίνει της πορείας την σεπτή
λαμπάδα που βαστά• και, σεμνοτάτη, η Τελετή.—
Aυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται — χαρά!—
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην αγορά.
1907
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
OS PASSOS
Sobre o seu leito de ébano adornado
de águias talhadas em coral, num sono
– incônscio, plácido, feliz – profundo,
Nero, compleição flórea, dorme, próspero
de benesses, na juventude esplêndida.
Na alabastrina câmara porém,
que o enobárbeo larário ancestral guarda,
como seus deuses-lares se alvoroçam!
Os microdeuses, minilares, tremem,
intentam ocultar seus corpos mínimos.
Ouviram um rumor aziago ecoar:
sobe um rumor de morte pela escada,
passos férreos que abalam os degraus.
Míseros, timidíssimos, os lares
se enfurnam no mais fundo do larário;
bate este contra aquele, se debatem,
um microdeus desaba em cima de outro:
perceberam o que era esse rumor;
conheceram os passos das Erínias.
.
ΤΑ ΒΉΜΑΤΑ
Σ’ εβένινο κρεββάτι στολισμένο
με κοραλλένιους αετούς, βαθυά κοιμάται
ο Νέρων — ασυνείδητος, ήσυχος, κ’ ευτυχής•
ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός,
και στης νεότητος τ’ ωραίο σφρίγος.
Aλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει
των Aηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο
τι ανήσυχοι που είν’ οι Λάρητές του.
Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί,
και προσπαθούν τ’ ασήμαντά των σώματα να κρύψουν.
Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή,
θανάσιμη βοή την σκάλα ν’ ανεβαίνει,
βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά.
Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες,
μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται,
ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά,
ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλον πέφτει
γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη,
τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.
1909
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
O DEUS ABANDONA ANTÔNIO
Quando, pela meia-noite, de improviso ouvires
passar, invisível, um tíasos
com música soberba e cânticos,
a sorte que afinal te abandona, tuas obras
falidas, teus planos de vida
– tudo ilusório – com nênias vãs não lastimes.
Como um bravo que, há muito, já se preparava,
saúda essa Alexandria que te está fugindo.
Não, não te deixes burlar, dizendo: “foi sonho”,
ou: “meus ouvidos me enganaram”;
desdenha essa esperança vã.
Como um bravo que, há muito, já se preparava,
como convém a quem é digno desta pólis,
aproxima-te – não hesites – da janela
e escuta comovido, porém
sem pranto ou prece pusilânime,
como quem frui de um último prazer, os sons,
os soberbos acordes do místico tíasos:
e saúda Alexandria, enquanto a estás perdendo.
.
ΑΠΟΛΕΊΠΕΙΝ Ο ΘΕΌΣ ΑΝΤΏΝΙΟΝ
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
1911
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
Iônica
Esmigalhamos – em verdade – suas estátuas,
os expulsamos – em verdade – dos santuários,
porém dos deuses – nem por isso – pereceram.
Eles, os deuses, Terra Iônica, ainda te adoram,
no íntimo, sua psiquê ainda te rememora.
Quando a manhã de agosto sobre ti alvora,
a vida deles deixa, na atmosfera, um sopro,
e uma figura etérea, um exsurgir de efebo,
como se evanescente no seu passo leve,
vela obre ti, no alto da colina, às vezes.
.
Ιωνικόν
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των•
και κάποτ’ αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
1911
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
ÍTACA
Quando, de volta, viajares para Ítaca,
roga que tua rota seja longa,
repleta de peripécias, repleta de conhecimentos.
Aos Lestrigões, aos Ciclopes,
ao colérico Posêidon, não temas:
tais prodígios jamais encontrarás em teu roteiro,
se mantiveres altivo o pensamento e seleta
a emoção que tocar teu alento e teu corpo.
Nem Lestrigões, nem Ciclopes,
nem o áspero Posêidon encontrarás,
se não os tiveres imbuído em teu espírito,
se teu espírito não os suscitar diante de ti.
Roga que tua rota seja longa,
que, múltiplas, se sucedam as manhãs de verão.
Com que euforia, com que júbilo extremo
entrarás, pela primeira vez, num porto ignoto!
Faze escala nos empórios fenícios
para arrematar mercadorias belas:
madrepérolas e corais, âmbares e ébanos
e voluptuosas essências aromáticas, várias,
tantas essências, tantos arômatas, quantos puderes achar.
Detém-te nas cidades do Egito – nas muitas cidades –
para aprenderes coisas e mais coisas com os sapientes zelosos.
Todo o tempo em teu íntimo Ítaca estará presente.
Tua sina te assina esse destino,
mas não busques apressar sua viagem.
É bom que ela tenha uma crônica longa, duradoura,
que aportes velho, finalmente, à ilha,
rico do muito que ganhaste no decurso do caminho,
sem esperares, de Ítaca, riquezas.
Ítaca te deu essa beleza de viagem.
Sem ela não a terias empreendido.
Nada mais precisa dar-te.
Se te parece pobre, Ítaca não te iludiu.
Agora tão sábio, tão plenamente vivido,
bem compreenderás o sentido das Ítacas.
.
ΙΘΆΚΗ
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
1911
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
MAR MATUTINO
Parar aqui. Mirar um pouco a natureza.
Lampeja o azul-turquesa. Praias amarelas.
Tudo, à luz, se embeleza, à grande luz que alumbra.
Parar aqui. Mirá-la assim, quase miragem
(se me antepôs deveras, só por breve instante).
E estando aqui, não relembrar só meus fantasmas:
anamnese, ilusões – esses ícones do êxtase.
.
ΘΆΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΪΟΎ
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη• όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)•
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
1915
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
O ´PRAZO DE NERO
Nero não se deixou perturbar, quando ouviu
do Oráculo Délfico o mântico augúrio:
“Tem pavor do ano septuagenário terceiro.”
Tinha, para desfrutar, fartura de tempo,
aos trinta anos! Como era longo a duração
do prazo que, benévolo, o deus concedia-lhe!
Por que se preocupar com os perigos vindouros?
Agora torna a Roma, já um tanto cansado,
mas do cansaço esplêndido de torna-viagem
– de viagem consagrada, toda ela, ao prazer,
nos teatros, nos jardins, nos parques, nos ginásios.
As cidades acaias… As tardes… Corpos nus…
Ah! o prazer dos corpos nus antes de tudo!
Assim, Nero. Mas Galba, o estrago, na Espanha,
as tropas, secretamente, reúne e exercita;
o velho Galba – Galba, setenta e três anos…
.
Η ΔΙΟΡΊΑ ΤΟΥ ΝΈΡΩΝΟΣ
Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται».
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.
Τώρα στη Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως-
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια…
Των πόλεων της Αχαϊας εσπέρες…
Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων…
Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.
1918
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
MELANCOLIA DE JASÃO DE CLEANDRO,
•POETA EM COMAGENE, 595 d. C.
Meu corpo, minhas feições envelhecem:
ferida de pavoroso punhal.
Suportá-la? Não sei como! Não tenho forças para suportá-la.
A ti recorro, Arte da Poesia,
para ti me volto,
que tens nações de fármacos e analgésicos,
tentando narcotizar essa dor
em fantasia e palavra.
Ferida de pavoroso punhal.
Favorece-me com teus fármacos, Arte
da Poesia, que fazem — por um
átimo — insensível a ferida.
.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΊΑ ΤΟΥ ΙΆΣΟΝΟΣ ΚΛΕΆΝΔΡΟΥ
•ΠΟΙΗΤΟΎ ΕΝ ΚΟΜΜΑΓΗΝΉ• 595 Μ. Χ.
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα•
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. –
Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή.
1921
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
JULIANO, OBSERVANDO A INDIFERENÇA
“Observando a nímia indiferença
que tendes quanto aos deuses” – disse num tom grave.
Indiferença. Mas, que estava esperando?
Reformou, a seu arbítrio, as regras religiosas.
A seu arbítrio, ao arqui-sacerdote dos Gálatas
escreveu o que bem quis (e a outros), expedindo-lhes
diretivas e apotegmas.
Seus amigos, certo, não eram cristões. O que
não era mau. Como ele, porém
(cristão-nato, de educação cristã), não
podiam dar-se ao luxo de criar uma nova igreja,
algo ridículo em teoria e pratica.
Ao fim e ao cabo, eram gregos:
nada de excessos, Augusto!
.
Ο ΙΟΥΛΙΑΝΌΣ, ΟΡΏΝ ΟΛΙΓΩΡΊΑΝ
«Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς τους θεούς» – λέγει με ύφος σοβαρόν.
Ολιγωρίαν. Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν ας έκαμνεν οργάνωσι θρησκευτική,
όσο ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί•
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Αύγουστε.
1923
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
JULIANO E OS ANTIOQUENSES
O Khi, dizem, não cometeu nenhuma injustiça à cidade,
tampouco o Kappa… e depois de termos acesso a intérpretes…
soubemos que são as letras iniciais de nomes, e que uma
pretende aludir a Cristo, a outra, a Constâncio.
[Juliano, Misopógon]
Quem poderia crer que um belo dia repudiassem
seu magnífico modo de viver, seu multifário
diuturno desfrute de deleites, seu teatro
deslumbrante, onde conjugavam-se à Arte
as propensões eróticas da carne?
Imorais? Sim, um pouco ou, quem sabe, muito,
o eram, com certeza. Mas algo, sobretudo, os aprazia: sua
vida era a celebrada vida de Antioquia,
de pura volúpia, de absoluta estesia.
E agora repudiar tudo isso? E por amor de quê?
De seus vanilóquios sobre pseudo-deuses?
De seus penosos auto-encômios?
De sua pueril teatrofobia?
De sua triste casmurrice, suas barbas caricatas?
Preferiam sem dúvida o KHI,
preferiam sem dúvida o KAPPA: sim,
cem vezes os preferiam.
.
Ο ΙΟΥΛΙΑΝΌΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΊΣ
Το Χι, φασίν, ουδέν ηδίκησε την πόλιν ουδέ το Κάππα…
Τυχόντες δ’ ημείς εξηγητών… εδιδάχθημεν αρχάς ονο-
μάτων είναι τα γράμματα, δηλούν δ’ εθέλειν το μεν Χρι-
στόν, το δε Κωνστάντιον.
[Ιουλιανου Μισοπωγων]
Ήτανε δυνατόν ποτέ ν’ απαρνηθούν
την έμορφή τους διαβίωσι• την ποικιλία
των καθημερινών τους διασκεδάσεων• το λαμπρό τους
θέατρον όπου μια ένωσις εγένονταν της Τέχνης
με τες ερωτικές της σάρκας τάσεις!
Ανήθικοι μέχρι τινός – και πιθανόν μέχρι πολλού –
ήσαν. Αλλ’ είχαν την ικανοποίησι που ο βίος τους
ήταν ο περιλάλητος βίος της Αντιοχείας,
ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος.
Να τ’ αρνηθούν αυτά, για να προσέξουν κιόλας τι;
Τες περί των ψευδών θεών αερολογίες του,
τες ανιαρές περιαυτολογίες•
την παιδαριώδη του θεατροφοβία•
την άχαρι σεμνοτυφία του• τα γελοία του γένεια.
Α βέβαια προτιμούσανε το Χι,
α βέβαια προτιμούσανε το Κάππα• εκατό φορές.
1926
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
IN-COMPREENDESTE
Sobre nossas convicções religiosas, o enfatuado
Juliano declarou: “Conheci-as, compreendi-as,
condenei-as”. Como se tivesse acabado conosco
com esse “condenei-as”. Farsante! Faz-nos rir.
Essas tiradas não nos atingem, a nós
cristãos. De pronto, rebateríamos: “Conheceste, in-
compreendeste. Se compreenderas, não condenaras”.
.
ΟΥΚ ΈΓΝΩΣ
Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες –
ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Ανέγνων, έγνων,
κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε
με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ’ εμάς
τους Χριστιανούς. «Ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως• ει γαρ έγνως,
ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως.
1928
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
APÊNDICE
A CATÁSTROFE DE PSARA
o todobruno dorso de Psara
solitária perlongou a Glória
um dia: às lampejantes histórias
de heróis dali, uma coroa rara
ora a cinge, estefânia, preclara,
de ervas parcas sobre a terra sáfara.
,
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΉ ΤΩΝ ΨΑΡΏΝ
στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια,
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
π’ είχαν μείνει στην έρημη γη.
1826
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
CANTO HEROICO E FUNERAL PARA O
SEGUNDO-TENENTE DESAPARECIDO NA ALBÂNIA
(excerto)
Jaz agora sobre a capa só chamuscos
Uma lufada de ar estagna-lhe nos plácidos cabelos
Um raminho de oblívion preso à orelha sinistra:
Quase um jardim de onde fujam súbitos pássaros-desertores
Quase um gorjeio de ave açaimada no escuro
Quase um cronômetro de anjo que de repente pára
Quando suas pálpebras murmuram – “Até logo, amigos!”
A dúvida se empedrou numa aporia de mármore.
Odysseas Elytis
.
ΆΣΜΑ ΗΡΩΙΚΌ ΚΑΙ ΠΈΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΈΝΟ
ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΌ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΊΑΣ
(απόσπασμα)
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε…
– Konstantinos Kaváfis (Κωνσταντίνος Καβάφης). em “Konstantinos Kaváfis: poemas”. [tradução Haroldo de Campos; organização Trajano Vieira]. São Paulo: Editora Cosac Naify, 2012.
§
Saiba mais sobre Konstantinos Kaváfis:
Konstantinos Kaváfis – poeta grego
© Direitos reservado aos herdeiros
© Pesquisa, seleção e organização: Elfi Kürten Fenske em colaboração com José Alexandre da Silva